- διισχυριζόμην
- διῑσχῡριζόμην , διισχυρίζομαιlean uponimperf ind mp 1st sgδιισχυρίζομαιlean uponimperf ind mp 1st sg (homeric ionic)διισχῡριζόμην , διισχυρίζομαιlean uponimperf ind mp 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.